Εκτύπωση
PDF

Η επίδραση της Άσκησης στην Ποιότητα Ζωής ατόμων με Σχιζοφρένεια.

egefalos      egefalos2

Διαβάστε μια περίληψη της Διδακτορικής Διατριβής της Γεωργίας Μαγγουρίτσα με τίτλο:

«Η Επίδραση ενός Συνδυασμένου Προγράμματος Άσκησης και Συστήματος Ανταλλάξιμων Αμοιβών στη Βελτίωση Παραμέτρων της Ποιότητας ζωής, της Διάθεσης, της Εικόνας Σώματος και της Αυτοεκτίμησης Ατόμων με Σχιζοφρένεια»

Μέλη τριμελούς εξεταστικής επιτροπής:
Διγγελίδης Νικόλαος, Αναπληρωτής Καθηγητής (επιβλέπων)
Μπονώτης Κωνσταντίνος, Λέκτορας
Θεοδωράκης Γιάννης, Καθηγητής

Περίληψη
Σκοπός της έρευνας ήταν η εφαρμογή ενός προγράμματος άσκησης  βασισμένο σε ένα σύστημα ανταλλάξιμων αμοιβών (tokeneconomy) προκειμένου να ερευνηθεί η επίδραση της άσκησης σε σχέση με την ποιότητα ζωής, το προφίλ διάθεσης, την εικόνα σώματος και την αυτοεκτίμηση των ατόμων με σχιζοφρένεια, προωθώντας παράλληλα τη  θετική συμπεριφορά στην άσκηση για την ελαχιστοποίηση των περιστατικών εγκατάλειψης.

Το δείγμα αποτέλεσαν 30 ασθενείς (38-61 χρονών) με σχιζοφρένεια, που λάμβαναν αγωγή στην ψυχιατρική μονάδα «Αγία Αναστασία» του Ν. Τρικάλων. Το δείγμα χωρίστηκε τυχαία σε τρεις ομάδες (την ομάδα ελέγχου (n=10),  την πειραματική ομάδα Α –παρατήρησης (n=10) και την πειραματική ομάδα Β- συμμετοχής (n=10) στο πρόγραμμα άσκησης),  μετά την εφαρμογή  της θεραπευτικής συμμαχίας, μια ψυχαναλυτική διεργασία που στηρίζεται στην ανάπτυξη βασικής εμπιστοσύνης από τον αναλυόμενο (συμμετέχων)  προς τον αναλυτή (ερευνητή) και χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική συνεργασία μαζί του.

Το πρόγραμμα άσκησης είχε συνολική διάρκεια 8 εβδομάδες, με συχνότητα 3 φορές την εβδομάδα και διάρκεια κάθε μαθήματος 45 λεπτά αεροβικής άσκησης συνδυασμένη με ασκήσεις δύναμης, ισορροπίας και συντονισμού. Επίσης, σε κάθε μάθημα γινόταν εφαρμογή του συστήματος ανταλλάξιμων αμοιβών (tokeneconomysystem) που χρησιμοποιεί ένα είδος ανταλλαγής (token) το οποίο δίνεται ως ανταμοιβή σε περίπτωση εκδήλωσης θετικών συμπεριφορών από τον ασκούμενο και δίνεται σε προκαθορισμένο χρόνο κατά τη διάρκεια του προγράμματος.

Τα εργαλεία μέτρησης ήταν το Προφίλ Επιπέδου Διάθεσης (POMS) (Berger & Motl, 2000) το οποίο δόθηκε στην αρχή και στο τέλος του 1ου, 12ου και 24ου μαθήματος για να εξεταστεί η βραχυπρόθεσμη επίδραση του προγράμματος στη διάθεση των ασθενών. Στην αρχή και στο τέλος  του προγράμματος δόθηκαν α) η κλίμακα Μέτρησης Ποιότητας Ζωής (SF – 36) (Ware & Shelbourne, 1992)  για την αξιολόγηση της προσωπικής αντίληψης ως προς την ποιότητα ζωής σε 8 παραμέτρους, β) η κλίμακα Σωματικής Κάθεξης (Theodorakis, Doganis & Bagiatis, 1991), για την εξέταση του βαθμού ικανοποίησης που έχει το άτομο για διάφορα μέρη του σώματος και των λειτουργιών του και γ) η κλίμακα Αυτοεκτίμησης (Rosenberg, 1965) για την αξιολόγηση του συνολικού επιπέδου αυτοεκτίμησης. Επιπλέον, ακολούθησε επαναμέτρηση όλων των εργαλείων μέτρησης τρεις μήνες μετά τη λήξη του προγράμματος.

Ως προς την ποιότητα ζωής, τα αποτελέσματα έδειξαν τη θετική επίδραση του προγράμματος άσκησης για τους συμμετέχοντες της πειραματικής ομάδας Β, οι οποίοι παρουσίασαν ενίσχυση του φυσικού τους ρόλου με καλύτερη ανταπόκριση στις καθημερινές τους δραστηριότητες και λιγότερες συναισθηματικές δυσκολίες, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του συνολικού παράγοντα της ψυχικής υγείας που παραπέμπει σε λιγότερη ψυχολογική δυσφορία και κοινωνικούς περιορισμούς.

Ως προς την βραχυχρόνια επίδραση της άσκησης στη διάθεση των συμμετεχόντων πριν και μετά το 12ο και 24ο μάθημα παρατηρήθηκε βελτίωση με λιγότερη κατάθλιψη, λιγότερο θυμό, λιγότερο αίσθημα κόπωσης και μικρότερη σύγχυση μετά το τέλος των μαθημάτων, τόσο αυτών που συμμετείχαν όσο και αυτών που παρατηρούσαν το πρόγραμμα. Έτσι, το συνολικό προφίλ διάθεσης παρουσιάστηκε γενικά βελτιωμένο και για τις δύο ομάδες που συμμετείχαν ή παρατηρούσαν στην  ενδιάμεση, τελική  μέτρηση και επαναμέτρηση.

Όσον αφορά το δείκτη συνολικής εικόνας σώματος και την αυτοεκτίμηση,  οι τελικές μετρήσεις έδειξαν ότι οι παράγοντες της ‘υγείας και επιδεξιότητας’ που αναφέρεται στην αντιλαμβανόμενη κατάσταση της υγείας και στην ποιότητα του ύπνου, καθώς και της αυτοεκτίμησης ήταν σημαντικά βελτιωμένοι για τους συμμετέχοντες της ομάδας Β σε σχέση με τους συμμετέχοντες της ομάδας Α, αποτελέσματα που διατηρήθηκαν και στην επαναμέτρηση. Τα άτομα της ομάδας ελέγχου έδειξαν μείωση της αυτοεκτίμησης και των παραμέτρων υγείας που χειροτέρεψαν κατά τη διάρκεια του όλου παρεμβατικού προγράμματος και της επαναμέτρησης. Επομένως, η φαρμακευτική αγωγή και θεραπεία από μόνη της δείχνει ότι δεν οδηγεί απαραίτητα και στη βελτίωση της καθημερινότητας του ασθενή.

Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν παρατηρήθηκαν περιστατικά εγκατάλειψης κατά τη διάρκεια του προγράμματος για τις ομάδες Α και Β, κάτι που αποδίδεται στην εφαρμογή α) της Θεραπευτικής Συμμαχίας πριν την έναρξη του προγράμματος, που δημιούργησε σχέσεις εμπιστοσύνης και  συνεργασίας μεταξύ των ασθενών και της ερευνήτριας και β) του συστήματος των ανταλλάξιμων αμοιβών κατά την διάρκεια του προγράμματος άσκησης που φαίνεται ότι ήταν χρήσιμο στην καλλιέργεια μίας συνεπούς συμπεριφοράς για τη συμμετοχή στην άσκηση καθώς και στην παρακίνηση των ασκούμενων μέσω των αμοιβών να συμμετέχουν. Επομένως, τα παρεμβατικά προγράμματα άσκησης πρέπει να ενσωματώσουν όχι μόνο την εφαρμογή ασκήσεων, αλλά και την εφαρμογή στρατηγικών συμπεριφοράς, με σκοπό την εξάλειψη των περιστατικών εγκατάλειψης και την διατήρηση του ενδιαφέροντος των ασθενών με σχιζοφρένεια για τη συμμετοχή στην άσκηση.